- υποψαλασσω
- ὑποψαλάσσωὑπο-ψᾰλάσσω[ψαύω] ощупывать
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποψαλάσσω — Α αγγίζω, ψηλαφώ ελαφρά ή αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψαλάσσω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
ὑποψαλάσσετε — ὑ̱ποψαλάσσετε , ὑποψαλάσσω handle imperf ind act 2nd pl ὑποψαλάσσω handle pres imperat act 2nd pl ὑποψαλάσσω handle pres ind act 2nd pl ὑποψαλάσσω handle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποψαύω — Α ὑποψαλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψαύω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
υποψηλαφώ — άω, Α [ψηλαφῶ] ὑποψαλάσσω* … Dictionary of Greek